- ταγγίζω
- ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή]είμαι ή γίνομαι ταγγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταγγίζω — ταγγίζω, τάγγισα, ταγγισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταγγίσει — ταγγίζω to be aor subj act 3rd sg (epic) ταγγίζω to be fut ind mid 2nd sg ταγγίζω to be fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγίζει — ταγγίζω to be pres ind mp 2nd sg ταγγίζω to be pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγίσαντος — ταγγίζω to be aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάγγιση — και τάγκιση, η, Ν [ταγγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταγγίζω, αλλοίωση τών τροφίμων που περιέχουν λιπαρές ουσίες, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δυσάρεστης οσμής και γεύσης και, ορισμένες φορές, από μεταβολή χρώματος τού τροφίμου … Dictionary of Greek
τάγγισμα — και τάγκισμα και τσάγγισμα και τσάγκισμα, το, Ν [ταγγίζω / τσαγγίζω] τάγγιση … Dictionary of Greek
ταγγιάζω — και ταγκιάζω και τσαγγιάζω και τσαγκιάζω Ν [ταγγός / τσαγγός] ταγγίζω … Dictionary of Greek
τσαγγίζω — και τσαγκίζω Ν βλ. ταγγιζω … Dictionary of Greek
τσαγκίζω — Ν βλ. ταγγίζω … Dictionary of Greek